παζάρι

παζάρι
το
1. συγκέντρωση πωλητών σε ορισμένο τόπο και σε ορισμένη ημέρα τής εβδομάδας με σκοπό την πώληση τών προϊόντων τους, αλλ. λαϊκή αγορά («κάθε Δευτέρα έχει παζάρι»)
2. δημόσια αγορά που γίνεται με την ευκαιρία τοπικού πανηγυριού σε διάφορα μέρη τής υπαίθρου, εμποροπανήγυρη
3. (κατ' επέκτ.) ο τόπος όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες, η αγορά («πάω μια βόλτα στο παζάρι»)
4. συν. στον πληθ. τα παζάρια
συζήτηση, διαπραγμάτευση που γίνεται με σκοπό την επίτευξη τής πιο συμφέρουσας τιμής ενός εμπορεύματος, παζάρεμα
5. φρ. «κάνω παζάρια» — παζαρεύω
6. παροιμ. «τι θέλει η αλεπού στο παζάρι» — λέγεται γι' αυτούς που αναμιγνύονται σε υποθέσεις ξένες ή σε συζητήσεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους ή που αρέσκονται να βρίσκονται σε περιβάλλον στο οποίο δεν μπορούν να προσαρμοστούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pazar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παζάρι — το (λ. τουρκ.) 1. διαπραγμάτευση, συζήτηση για τον καθορισμό τιμής πράγματος ή των όρων συμφωνίας: Οι τιμές μας είναι ορισμένες, δεν κάνουμε παζάρια. 2. δημόσια αγορά: Κάθε Παρασκευή γίνεται παζάρι στην πόλη μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παζαρεύω — [παζάρι] 1. διαπραγματεύομαι την τιμή ενός εμπορεύματος προκειμένου να επιτύχω την πιο συμφέρουσα 2. συζητώ τους όρους σύμβασης ή συμφωνίας («οι σύμμαχοι παζαρεύουν ακόμα τη συνθήκη ειρήνης») 3. μτφ. διαπραγματεύομαι για να πετύχω περισσότερα ή… …   Dictionary of Greek

  • παζαριάζω — [παζάρι] παζαρεύω («μη με πουλάς, κυρούλα μου, και μη με παζαριάζεις», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • παζαρήσιος — α, ο αυτός που πωλείται στο παζάρι, στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παζάρι + κατάλ. ήσιος] …   Dictionary of Greek

  • παζαρίτης — και παζαριώτης, ο 1. άνθρωπος τού παζαριού, τής αγοράς, έμπορος 2. ονομασία τών αστών τής Αθήνας στην τουρκοκρατία 3. η φραντζόλα, επειδή πωλείται στο παζάρι, στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παζάρι + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

  • σουκ — Αγορά, παζάρι. Υπαίθριος, τις περισσότερες φορές, χώρος, όπου πουλιούνται διάφορα εμπορεύματα, βασικά υφάσματα, είδη ρουχισμού, ταπέτα, κοσμήματα και είδη λαϊκής χειροτεχνίας. Τα σ. είναι συνηθισμένα σε πόλεις της Β. Αφρικής της Τουρκίας και της… …   Dictionary of Greek

  • Xanthi — Infobox Greek Dimos name = Xanthi name local = Ξάνθη periph = East Macedonia and Thrace prefec = Xanthi population = 52270 population as of = 2001 area = 153.116 elevation = 80 lat deg = 41 lat min = 8 lon deg = 24 lon min = 53 postal code = 671… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”